- μονομαχίων
- μονομάχιονneut gen plμονομαχέωfight in single combatpres part act masc nom sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μονομαχιῶν — μονομαχία single combat fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονομαχία — Αγώνας ανάμεσα σε δύο πρόσωπα, σύμφωνα με ορισμένους συμφωνημένους κανόνες, και με ισοδύναμα όπλα, προς επανόρθωση προσβολής ή προς επίλυση διαφοράς. Κατά τον Μεσαίωνα, τη μ. μπορούσε να την επιβάλει ο δικαστής ως μέσο απόδειξης. Απαγορεύτηκε από … Dictionary of Greek
Γορδιανός — I Όνομα ιστορικών προσώπων της ρωμαϊκής εποχής. 1. Μάρκος Αντώνιος Α’ (157 – 238 μ.Χ.). Ονομαζόταν και Αφρικανός Παλαιός. Ήταν πλούσιος Ρωμαίος, που καταγόταν από τους Γράκχους και τον Τραϊνό. Έγινε δημοφιλής ως οργανωτής μονομαχιών και… … Dictionary of Greek
Θεωρεία — Μικρά διαμερίσματα, τοποθετημένα στους τρεις τοίχους των αιθουσών ενός θεάτρου, από τα οποία ένας αριθμός θεατών μπορεί να παρακολουθήσει την παράσταση. Έχουν σχήμα κουτιού με την εξωτερική πλευρά ανοιχτή, προστατευμένη από χαμηλό θωράκιο, και… … Dictionary of Greek